Οι καθηγητές γράφουν
Η παιδική ματιά του φιλοσόφου στον κόσμοΣτο ερώτημα αν είναι «βαρύ» διδακτικό αντικείμενο για τα 14χρονα παιδιά η φιλοσοφία που διδάσκεται στην τρίτη Γυμνασίου, ας απαντήσουμε με έναν δικό μας αυθαίρετο ορισμό: φιλόσοφος είναι αυτός που βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού και κάνει τις πιο απλές ερωτήσεις για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Με άλλα λόγια στη φιλοσοφία τίποτε δεν θεωρείται αυτονόητο και, στη φιλοσοφία κάθε ερώτημα – απορία για τον κόσμο είναι θεμιτά. Ας φέρουμε για παράδειγμα την παρακάτω εικόνα στο νου μας: ένα μικρό κορίτσι πετάει μια μπάλα στον τοίχο… Όταν η μικρή Ηλιάνα, ελλείψει άλλου προσώπου διατεθειμένου να παίξει μαζί της, στέκεται απέναντι από έναν τοίχο και πετάει πάνω σε αυτόν μία μπάλα, υποθέτω, λογικά, ότι μένει ακίνητη στη θέση της, επειδή αναμένει (έχει την πεποίθηση) ότι η μπάλα, αφού κτυπήσει στον τοίχο, θα επιστρέψει στα χέρια της. Αν δεν το πίστευε αυτό, θα άλλαζε μάλλον παιχνίδι, γιατί θα ήταν πολύ κουραστικό να τρέχει κάθε φορά να φτάσει την μπάλα, εκεί όπου την πέταξε.Σε τι, όμως, στηρίζει αυτήν την αναμονή της; Πού στηρίζει αυτήν τη γνώση που έχει; Από τις απαρχές της η φιλοσοφία μίλησε για δύο πηγές γνώσης: την εμπειρία και τον διαλογισμό και οι φιλόσοφοι διαιρέθηκαν σε δύο μεγάλες ομάδες: τους εμπειριστές και τους ορθολογιστές.
Έτσι, λοιπόν, στο παράδειγμά μας οι εμπειριστές φιλόσοφοι θα έλεγαν ότι ακόμα και τη στιγμή που σχηματίζεται στο νου της Ηλιάνας η εικόνα του κτυπήματος της μπάλας πάνω στον τοίχο, (αν προλαβαίνει να επεξεργαστεί αυτήν την ελάχιστη χρονική στιγμή) ακόμα και τότε, τίποτα δεν προμηνύει το τι θα επακολουθήσει (ότι η μπάλα θα επιστρέψει). Η επιστροφή της μπάλας στα χέρια της Ηλιάνας είναι μια απολύτως ξεχωριστή παράσταση, μια άλλη εικόνα που πρόκειται να γίνει αντιληπτή εντός ολίγου. Συνεπώς, η Ηλιάνα «δεν δικαιούται» να σχηματίσει καμία ιδέα για μια παράσταση, την οποία δεν έχει προσλάβει ακόμα με την εμπειρία, την οποία δεν έχει αντιληφθεί με τις αισθήσεις της: την εικόνα, δηλαδή, της επιστροφής της μπάλας στα χέρια της.
Γιατί, τότε, σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο η Ηλιάνα (όπως, δηλαδή, όλοι μας;). Στο ερώτημα αυτό επιχείρησε να απαντήσει η φιλοσοφία στο όνομα του Σκωτσέζου Χιουμ. Ο Χιουμ προσπάθησε να διεισδύσει στο άδυτο του ανθρώπινου νου, τη μνήμη και ειδικά τη φαντασία. Έλεγε ότι οι ιδέες που έχουμε για τον κόσμο και τα πράγματα γύρω μας είναι «νοητικές παραστάσεις της μνήμης και της φαντασίας» και προσπαθούσε να βρει τις αρχές, με τις οποίες ερμηνεύεται ο κόσμος και λαμβάνονται οι αποφάσεις. Στο διάσημο έργο του, «Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση» (1739) ο φιλόσοφος προσπάθησε να ανιχνεύσει το πώς συνδέονται μεταξύ τους οι ιδέες στη φαντασία μας και η απάντηση που έδωσε είναι ότι συνδέονται με τη σχέση της αιτιότητας, ειδικά και κυρίως με τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος.
Για να βοηθήσει την Ηλιάνα να καταλάβει πώς σκέφτεται, ο φιλόσοφος θα χρησιμοποιούσε την αρχή (= τον κανόνα) που ενώνει τα γεγονότα και τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω της με τη σχέση αιτίας – αποτελέσματος. Η σχέση αυτή επιτρέπει στο νου – για να μην πούμε, επιβάλλει – να υπερβαίνει αυτό που είναι άμεσα παρόν στις αισθήσεις, να κάνει προεκτάσεις (με τη φαντασία) στο άμεσο μέλλον και να παίρνει τις ανάλογες αποφάσεις για δράση.
Το μικρό κορίτσι που περιγράψαμε στην αρχή να παίζει, δεν χρειάστηκε να κάνει κάποιο σύνθετο αφαιρετικό συλλογισμό, από τον οποίο θα προέκυπτε ένας γενικός κανόνας λειτουργίας της κίνησης της μπάλας (ενδεχομένως η ίδια η ηλικία δεν της το επιτρέπει αυτό, τουλάχιστον σε ένα ικανοποιητικό βαθμό). Αυτό που χρειάζεται είναι η εμπειρία, ουσιαστικά το βίωμα δύο συνεχόμενων μεταξύ τους παραστάσεων αρκετές φορές, ώστε να πειστεί ότι τα δύο αυτά φαινόμενα συνδέονται μεταξύ τους με τη σχέση αιτίου (κτύπημα της μπάλας στον τοίχο) – αποτελέσματος (επιστροφή της μπάλας στα χέρια του). Η εμπειρία είναι η μόνη πηγή,από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, γιατί η λογική δεν συνδέει τα δύο γεγονότα, όπως δεν θα τα συνέδεε η λογική ενός ανθρώπου που θα έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του μια μπάλα να πετιέται στον τοίχο.
Όταν έχουμε αντιληφθεί εμπειρικά πολλές φορές ένα συμβάν (πετάω μια μπάλα στον τοίχο) να ακολουθείται από ένα άλλο συμβάν (η μπάλα χτυπάει στον τοίχο και επιστρέφει σε εμένα), τότε πιστεύουμε ότι το δεύτερο προκαλείται από το πρώτο. Ενώ, αν το αντιληφθούμε μια φορά, δεν το πιστεύουμε. Όλοι οι συλλογισμοίπου αφορούν αιτίες και αποτελέσματα προέρχονται από κάποια αρχική εντύπωση, η οποία «εντυπώθηκε» στο νου λόγω της πολλαπλής της επανάληψης. Δεν είναι σίγουρο, όταν για πρώτη φορά στη ζωή του ένα παιδί δει κάποιον να πετάει μια μπάλα προς έναν τοίχο, ότι θα «αντισταθεί» και δεν θα τρέξει να την πιάσει, πιστεύοντας ότι αυτή δεν θα επιστρέψει. Η επανάληψη στην εμπειρία μας ενός συνδυασμού συμβάντων οδηγεί το νου μας στην ιδέα της αναγκαίας σύνδεσης μεταξύ τους.
Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι υπάρχει ένα είδος σύνδεσης μεταξύ αυτού που παρατηρούν και αυτού που πιστεύουν ότι πρόκειται να συμβεί αμέσως μετά ή μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα. Μέσω αυτής της σύνδεσης συνάγουν από το πρώτο το δεύτερο. Κάνουμε μια μετάβαση από την παρατήρηση κάποιου πράγματος σε μια πεποίθηση για κάποιο άλλο πράγμα, το οποίο δεν έχει ακόμα παρατηρηθεί. Έτσι αποκτάμε πεποιθήσεις και τολμάμε να πάρουμε αποφάσεις για τη ζωή μας (όπως το να μείνουμε ακίνητοι απέναντι από έναν τοίχο, όταν πετάμε σε αυτόν μια μπάλα), χωρίς αναγκαία προηγουμένως να μας έχει προμηθεύσει τα ανάλογα ερεθίσματα η ανάλογη εμπειρία με τις αντίστοιχες εντυπώσεις.
Βασίλης Παναγιωτόπουλος
Βιβλιογραφία: D. Hume, A Treatise of HumanNature (1739) έκδοση D.F. Norton & M.J. Norton, Oxford University Press, 2000 – B. Stroud, Hume, Routledge, 1999 – D. Pears, Hume’s System. An Examination of the First Book of his Treatise, Oxford, 1990. Πρόταση για μελέτη: R.S. Woolhouse, ΟιΕμπειριστές, (The Empiricists, 1988), μτφρ. Σ. Τσούρτη, Πολύτροπον, 2003 – Μ. Πουρνάρη: Ντέιβιντ Χιουμ, Πραγματεία για την ανθρώπινη νόηση, Βιβλίο πρώτο, Για τη νόηση, (εισ. μτφρ. Μ. Πουρνάρη), Πατάκης, 2005. |
||||
|